- δύσυπνος
- δύσυπνος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει καλό ύπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσυπνα — δύσυπνος sleeping badly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ԴԺՈՒԱՐԱՆԻՆՋ — ( ) NBH 1 0619 Chronological Sequence: Unknown date ա. δύσυπνος qui aegre dormit Որ դժուարաւ ննջէ. դժար քնացօղ, քունը չտանօղ. ... *Յորժամ կամիցին ննջեցուցանել զդժուարանինջսն ի մանկանցն մարքն, ոչ հանդարտութիւն սոցա մատուցանեն, այլ զներհակն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)